ἐξορίστου

ἐξορίστου
ἐξόριστος
expelled
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ослоушаньныи — (1*) пр. к ослѹшаниѥ: ѿрецемсѧ перваго и горкаго вкушень˫а. и ѿ заточени˫а ослушаннаго (τῆς… ἐξορίστου παρακοῆς) ФСт XIV/XV, 15в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Γοργώ — I Μυθολογικόπρόσωπο. Βλ. λ. Γοργόνα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης και σύζυγος του Λεωνίδα (5ος αι. π.Χ.). Πολύ έξυπνη, κατάλαβε πως ο πατέρας της κινδύνευε να καμφθεί όταν ο Πέρσης πρέσβης του ζήτησε γη… …   Dictionary of Greek

  • Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Αλεξάντρ — (Aleksandr Grin, Βιάτκα 1880 – Στάρι Κριμ 1932). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς Γκρινέφσκι. Ήταν γιος ενός εξόριστου μετά την Πολωνική επανάσταση του 1863, ο οποίος έζησε από τα παιδικά του ακόμα χρόνια μια ζωή όλο …   Dictionary of Greek

  • Λάρα, Μαριάνο Χοσέ ντε- — (Mariano José de Larra, Μαδρίτη 1809 – 1837). Ισπανός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός εξόριστου βοναπαρτιστή γιατρού και πέρασε την παιδική του ηλικία στη Γαλλία, όπου ανατράφηκε σύμφωνα με τις αρχές του Διαφωτισμού και του κλασικισμού. Η ζωή του… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… …   Dictionary of Greek

  • Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… …   Dictionary of Greek

  • Πετράρχης, Φραντσέσκο — (Petrarca, Αρέτσο, Τοσκάνη 1304 – Αρκουά, Πάντοβα 1374). Ιταλός ποιητής. Γιος ενός Φλωρεντινού εξόριστου, ο Π. έζησε στην αρχή στην Πίζα και μετά πήγε στην Αβινιόν, έδρα τότε του παπισμού, σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο. Μετά τις… …   Dictionary of Greek

  • Ταλεϊράνδος — (Talleyrand ή Taleyrand). Προσωνυμία που πήραν στις αρχές του 12ου αι., πολλά μέλη του γαλλικού ηγεμονικού οίκου των Περιγκόρ. Από την οικογένεια αυτή τα αξιολογότερα μέλη ήταν: 1. Ερρίκος (1599 – 1626). Αρχιιματιοφύλακας του Λουδοβίκου ΙΓ’. Πήρε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”